ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ


 Το λαογραφικό μουσείο Σαρακατσάνων είναι ένα από τα πέντε Μονογραφικά Μουσεία στην Ευρώπη σύμφωνα με το εγχειρίδιό του συμβουλίου Μουσείων της Ευρώπης.
     Ιδρύθηκε το 1979 και λειτούργησε σε ένα νεοκλασικό αρχοντικό μέχρι το 1993. Το 1991 με τη βοήθεια του Υπουργείου Πολιτισμού και Υπουργείου Οικονομικών το οποίο μας παραχώρησε οικόπεδο, ξεκινήσαμε την ανέγερση από θεμέλια του σημερινού μουσείου το έγινε με τους τελευταίους κανόνες της μουσειακής δεοντολογίας. Είναι το μοναδικό στην Ελλάδα που κτίστηκε από θεμέλια για τη στέγαση Λαογραφικού Μουσείου.
     Το 1993 το μουσείο έκανε το πρώτο επιστημονικό συνέδριο στο ποίο έκαναν ανακοινώσεις δεκαπέντε κορυφαίοι επιστήμονες.
     Στο ισόγειο του μουσείου παρουσιάζεται η ζωή των Σαρακατσάνων και στον πρώτο όροφο η τέχνη με τα εργαλεία, φορεσιές, κεντητά. Υφαντά, πλεκτά.
Στο υπόγειο έχει βιβλιοθήκη, δύο αποθήκες στις οποίες είναι φυλαγμένα τα 6.000 αντικείμενα που διαθέτει σήμερα το μουσείο, αίθουσα πολλαπλών χρήσεων για εκπαιδευτικά προγράμματα με οπτικοακουστικά μηχανήματα, για διαλέξεις και εκπαίδευση παιδιών σε παραδοσιακούς χορούς, τραγούδια και μουσική.
     Το μουσείο εκτός από την έκθεση, διαθέτει για τους ερευνητές οκτώμισι ωρών βιντεοκασέτα με τα πλέον αξιόλογα κεντητά τα οποία είναι πλεκτά στον αργαλειό και κεντημένα με το βελόνι.
Εκτός από το βίντεο, έχει και χίλια και πλέον σλάϊτς με κεντητά. Διαθέτει αρχείο με πάνω από 2.000 παλιές φωτογραφίες από το 1916 μέχρι το 1950. Υπάρχουν χίλιες συνεντεύξεις από γέροντες και γριές με μαρτυρίες καταγωγής, υπερφυσικές δυνάμεις, πρακτική ιατρική με τα αντίστοιχα βότανα και θεραπείες.
     Επίσης διαθέτει 30 δεφτέρια από τσελιγκάδες, με καταγεγραμμένα τα ήθη και έθιμα και 1350 ηχογραφημένα τραγούδια από τα οποία εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο με 650 περίπου τραγούδια, ‘ήθη και έθιμα και χορούς.
Οι χοροί που διατήρησαν οι Σαρακατσάνοι και καταγράφηκαν για πρώτη φορά στο βιβλίο, είναι οι κλέφτικοι χοροί.
1. Κάτσα Εχ Μωρέ.
2. Σταυρωτός Σπαθούλας.
3. Κτσάδικος, Τα μαύρα κλεφτόπουλα.
4. Καλτσάδικος, Είμαστε οι μαύροι λιγοστοί.
5. Κάτσα Λάκαινα
6. Τσάμικος ο οποίος χορεύεται σε όλη την Ελλάδα.

Από τους Αρχαιοελληνικούς χορούς είναι ο Ζωναράδικος με το τραγούδι «μικρό πραματευτόπουλο», ο Συρτός, και το βαρύ συρτό στα τρία. Επίσης είναι και δύο σκωπτικοί χοροί. Το Πιπέρι που χορεύεται με το τραγούδι «Πως το τρίβουν το πιπέρι» και «Ο Μενούσης».
Το μουσείο τιμήθηκε το 1984 με το χρυσό μετάλλιο των Ρόταροι Θεσσαλονίκης για την Κοινωνική και Πολιτιστική προσφορά του.
Το 1987 τιμήθηκε με το δεύτερο βραβείο από το Συμβούλιο Μουσείων της Ευρώπης.



ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ
     Οι Σαρακατσάνοι είναι ελληνικός πληθυσμός με χαρακτηριστικά έθιμα και τρόπο ζωής. Κατοικία τους θεωρείται η Πίνδος από όπου απλώθηκαν σε ολόκληρη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα. Νομάδες, κτηνοτρόφοι ζούσαν σε καθεστώς κλειστής κοινωνίας. Από τις αρχές του 19ου έως τα μέσα του 20ου   αιώνα μετακινούνταν μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας. Μετά το διακανονισμό των ελληνικών συνόρων το 1923, οι μετακινήσεις αυτές περιορίστηκαν στον Ελλαδικό χώρο. Μεγάλα Σαρακατσάνικα τσελιγκάτα διατηρήθηκαν ως τα τέλη της δεκαετίας του ’40.
     Σήμερα; Σήμερα οι Σαρακατσάνοι έχουν εγκαταλείψει την κτηνοτροφία και το νομαδισμό και ζούνε μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.

Η ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ
      Οι Σαρακατσάνοι ζούσαν σε καλύβια, κατασκευασμένα από λεπτούς κορμούς δέντρων, τα λούρα. Το σχέδιο των καλυβιών τους, χαραζόταν στο έδαφος. Στη συνέχεια στηνόταν με κάθετα και οριζόντια λούρα. Ακολούθησε η επένδυση του σκελετού με χόρτο ή φυλλώματα. Ο τύπος των καλυβιών ήταν στρογγυλός και μεταγενέστερα στρογγυλός ή παραλληλόγραμμος.

 
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ
      Μέσα από την καθημερινή συναναστροφή, οι μεγαλύτεροι μετέδιδαν στους μικρούς; τις γνώσεις και τις παραδόσεις τους. Επιπλέον, τα αγόρια μάθαιναν ανάγνωση, γραφή και αριθμητική, κάτι που θα τους ήταν αργότερα απαραίτητο για τις οικονομικές συναλλαγές τους. Τα μαθήματα γίνονταν το καλοκαίρι και ο δάσκαλος που προσλαμβάνονταν ήταν συνήθως αδιόριστος ή συνταξιούχος.
      Τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας τσελιγκάτων, η εκπαίδευση έγινε πιο οργανωμένη. Τώρα τα σχολεία εξοπλίστηκαν με θρανία και μαυροπίνακες.

ΤΑ ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΑ
     Τα Σαρακατσάνικα τσελιγκάτα ήταν κοινότητες που τις αποτελούσαν συγγενικές κυρίως οικογένειες -οι φάρες ή πάτριες- αλλά και ξένοι, οι σμίχτες. Τη δημιουργία του τσελιγκάτου την επέβαλαν οι ιδιαίτερες συνθήκες της νομαδικής ζωής όπως π.χ. η δυσκολία εύρεσης βοσκοτόπων και η ανάγκη για καλύτερη φροντίδα και εκμετάλλευση των κοπαδιών τους.
     Αρχηγός του τσελιγκάτου ήταν ο τσέλιγκας. Τσέλιγκας γινόταν ο ικανότερος κτηνοτρόφος. Ήταν υπεύθυνος για την οικονομική και κοινωνική οργάνωση του τσελιγκάτου, που λειτουργούσε ως μορφή κοινοπραξίας. Στο τέλος κάθε εποχής και με βάση τη δύναμη κάθε οικογένειας σε γιδοπρόβατα καθώς και την προσφορά εργασίας μέσα στο τσελιγκάτο, γινόταν η κατανομή των εισόδων και των εξόδων.

ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
1)  Τόξο καβέλος
2)  Βροντάρα: Όταν έσπρωχναν τα έμβολα, έβγαινε ένας δυνατός κρότος
3)  Τσλίθρα: Παιχνίδι που πετούσε νερό
4)  Τσιλίκα και τσιλκάρ

Η ΤΣΙΑΤΟΥΡΑ
     Πρόχειρο στέγαστρο που έστηναν για τη διανυκτέρευση κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών τους. Η τσιατούρα στηριζόταν σε δύο κατακόρυφες δοκούς, τις φούρκες, και μια οριζόντια, τον καβαλάρη. Πάνω στο βασικό αυτό
 σκελετό έριχναν το τεντόπανο που γινόταν από γιδίσιο και πρόβειο μαλλί για να είναι αδιάβροχο. Με το ίδιο ύφασμα έκλειναν τα δυο ανοίγματα της τσιατούρας -μπρος και πίσω.

 Ο ΓΑΜΟΣ
     Οι Σαρακατσάνοι ακολουθούσαν αυστηρά την παράδοση και παντρεύονταν μόνο μεταξύ τους. Η ενδογαμία αυτή συνέβαλε στη διατήρηση της κλειστής κοινωνίας, των εθίμων και του τρόπου ζωής τους. Οι γάμοι γίνονταν με συνοικέσιο που κανόνιζαν οι γονείς των μελλονύμφων.

     Ο θεσμός της προίκας δεν υπήρχε. Η τελετή του γάμου διαρκούσε οχτώ ημέρες και κάθε μια μέρα από αυτές ήταν αφιερωμένη σε ένα διαφορετικό έθιμο π.χ. καλέσματα, ζύμωμα ψωμιών, ράψιμο και στήσιμο του φλάμπουρα, ετοιμασία της νύφης και του γαμπρού, στεφανώματα.

ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ
     Οι βασικοί τύποι της ανδρικής Σαρακατσάνικης φορεσιάς είναι: α) Η κλασική φουστανέλα, β) το σεγκώνι: είδος μάλλινης φουστανέλας ενωμένης με το τσαμαντάνι (μπούστο), γ) το ποτούρι: είδος βράκας.

ΠΑΝΑΟΥΛΕΣ
     Οι παναούλες είναι μικρές ποδιές από χοντρό, μάλλινο υφαντό, κεντημένες με πολύχρωμα μεταξωτά, χρυσά κορδόνια και στολισμένες με χρυσές και ασημένιες φρέντζες (διακοσμητικές ταινίες του εμπορίου). Τα διακοσμητικά θέματα της παναούλας είναι σύμβολα γονιμότητας, αφθονίας και ευημερίας.

ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ
     Η γυναικεία φορεσιά χαρακτηρίζεται από χρωματική αυστηρότητα και παρουσιάζει τοπικές παραλλογίες.

ΚΑΛΤΣΕΣ
     Οι Σαρακατσάνοι φόραγαν στα πόδια μαλλοβάμβακες πλεχτές κάλτσες που τις αποτελούσαν δύο βασικά κομμάτια: η κάλτσα και η πατούνα. Ο χωρισμός αυτός γινόταν για να μην έλιωνε το κάτω μέρος της.

ΔΙΣΑΚΙΑ
     Τα δισάκια ήταν διπλοί σάκοι μεταφοράς που ρίχνονταν στη σέλα ή στο σαμάρι των αλόγων.

ΒΕΛΕΝΤΖΕΣ
     Οι βελέντζες είναι υφαντά, φλοκωτά στρωσίδια. Γίνονταν από παχύ μαλλί προβάτων. Έχουν πολύχρωμο διάκοσμο του αργαλειού.

ΚΛΟΥΡΟΤΡΟΥΒΑΔΕΣ
     Οι κλουροτρουβάδες είναι υφαντά ταγάρια με πολύχρωμο κεντητό διάκοσμο. Τα χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά της κουλούρας του γάμου.

Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ
     Η υφαντική ήταν η βασική δραστηριότητα των γυναικών. Με το μαλλί των προβάτων και το τραγόμαλλο, κατασκευάζονταν τα απαραίτητα υφάσματα για τη φορεσιά και τις οικιακές ανάγκες. Ο αργαλειός γινόταν από ακατέργαστους κορμούς δέντρων μπηγμένους στο χώμα και στηνόταν σε μικρό καλύβι δίπλα στο μεγάλο.

ΤΑΒΛΕΣ
     Οι τάβλες είναι ορθογώνια υφαντά στολισμένα με χρωματιστές φρέντζες (ταινίες) και φούντες που σχημάτιζαν σταυρούς. Στρώνονταν σε επίσημες ημέρες γιορτής και κατάχωμα αντί για τραπέζι φαγητού.

Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΤΣΟΠΑΝΟΥ
     Η καλύβα του τσοπάνου στηνόταν δίπλα στο μαντρί και στέγαζε το βοσκό και το βοηθό του.
«Σχεδόν όλοι οι Έλληνες είναι φιλόξενοι. Πουθενά όμως δεν έγινα δεκτός με τόση καλοσύνη όση στους Σαρακατσάνους».

ΤΟ ΤΥΡΟΚΟΜΕΙΟ
     Η τυροκομία ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την οικονομία των Σαρακατσάνων. Το τυροκομείο ή μπάτζος, που ήταν ειδικό ορθογώνιο καλύβι, στηνόταν στο χώρο αρμέγματος των κοπαδιών. Την άνοιξη συγκεντρώνονταν τα γάλατα του τσελιγκάτου. Τότε άρχιζε η διαδικασία της τυροκόμησης, που γινόταν είτε από τον ίδιο τον τσέλιγκα είτε από τυροκόμους εμπόρους.

ΤΑ ΚΟΥΔΟΥΝΙΑ
     «Κάπου βελάζουν πρόβατα, κάπου βροντούν κουδούνια…»
Τα κουδούνια στο λαιμό των ζώων ήταν δύο ειδών: α) τα προβατοκούδουνα που ήταν χάλκινα φουσκωτά κουδούνια για τα πρόβατα και τα κυπριά και β) χυτά ορειχάλκινα για τα γίδια. Το μεγαλύτερο και βαρύτερο κυπρί κρεμόταν στο γκισέρι, το μεγάλο δηλαδή κριάρι που ήταν και ο αρχηγός του κοπαδιού. Με τον ήχο των κουδουνιών, που τον καθόριζε το υλικό, το σχήμα το μέγεθος και το βάρος τους, οι τσοπάνοι παρακολουθούσαν την κίνηση του κοπαδιού.


Την εργασία επιμελήθηκαν οι μαθητές της Α' τάξης του 6ου Γυμνασίου Σερρών:
Μπαϊρα Χριστίνα - Μπαλίδης Κων/νος - Μπασλάρη Ιωάννα - Πασχαλίδου Νατάσα -  Πατούκας Γιάννης -  Πετρίδης Γιώργος