ΡΕΠΟΡΤΑΖ


Αρθρο 1: Πατριδογνωσία
Απόστολος γρηγοράκης
Μαθητής Β' Τάξης 6ου Γυμνασίου Σερρών

     Θα μπορούσε να πει κανείς με το πλοίο της γραμμής από τον Πειραιά στην Ουγκάντα;
     Τι θα γινόταν αν είχε για συνταξιδιώτες του μερικούς <<κουμπαράδες>> και <<σωματέμπορους>>; Οι τοπικές ετερότητες της κοινωνίας βρίσκουν διέξοδο στο ελληνικό λεξιλόγιο, εντός και εκτός γηπέδων…
     Από τα πρώτα χρόνια της συγκρότησης του ελληνικού κράτους, κατά την Τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα αναπτύχθηκαν μια σειρά προσδιορισμοί που εξέφραζαν τοπικές αντιπαλότητες και ανταγωνισμούς ή άλλες φορές απλώς τη λαϊκή διάθεση για σάτιρα, έστω και με δηκτική μορφή.
     Ο αντίκτυπος των προσδιορισμών αυτών παρέμεινε ως σήμερα περιορισμένος  και η υφή τους σταθεροποιήθηκε στο πεδίο των αθώων πειραγμάτων.
     Αυστριακοί (οι Βολιώτες), βλάχοι (οι αγροτικοί πληθυσμοί της Θεσσαλίας και μέρος της Στερεάς, με αναγωγή στην ομώνυμη εθνοτική ομάδα), γκάγκαροι (οι Αθηναίοι), καλαμαράδες (οι Ελλαδίτες σύμφωνα με τους Κύπριους), κοπέλια (οι Κρητικοί), κουμπάροι (οι Κύπριοι σύμφωνα με τους Ελλαδίτες), μαουνιέρηδες (οι Πειραιώτες), μινάρες (οι Πατρινοί) ,νερατζόκωλοι (οι κάτοικοι της Αρτας), παγουράδες ( οι κάτοικοι των Ιωαννίνων), σακαφλιάδες ( οι Τρικαλινοί), σαρδελάδες (οι κάτοικοι της Πρέβεζας), σκορδάδες-Σκορδία (οι Τριπολιτσιώτες και η Τρόπολη αντίστοιχα), σούρδοι-Σουρδία (οι κάτοικοι της Κοζάνης), σύκα ή σωματέμποροι (οι Καλαματιανοί).
     Η προέλευση όλων αυτών των ονομασιών χάνεται στο βάθος της Ιστορίας και οι λαογράφοι τις περισσότερες φορές μπόρεσαν να τις συνδέσουν μα λαικούς θρύλους, με την παραγωγή συγκεκριμένων αγροτκών προιόντων χαρακτηριστικών της εκάστοτε περιοχής ή με κάποιες δραστηριότητες των κατοίκων της.